Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα BUENOS AIRES. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα BUENOS AIRES. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

6.3.19

ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ



JORGE LUIS BORGES


ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ

Τί είναι το Μπουένος Άιρες;
Είναι η Πλατεία Μαΐου, όπου επιστρέφουν, αφού πολέμησαν σε ολόκληρη
  την ήπειρο, άντρες εξαντλημένοι και ευτυχείς.
Είναι ο λαβύρινθος των φώτων που όλο μεγαλώνει, καθώς τον βλέπουμε, όταν
  κατεβαίνει το αεροπλάνο και από κάτω του είναι η ταράτσα, το πεζοδρόμιο,
  η τελευταία μεσαυλή, τα ήσυχα πράγματα.
Είναι ο μαντρότοιχος του νεκροταφείου της Ρεκολέτας, όπου έστησαν  και
  εκτέλεσαν κάποιον από τους προγόνους μου.
Είναι ένα μεγάλο δέντρο στην οδό Χουνίν, που, εντελώς  εν αγνοία του,
   μας δίνει ίσκιο και δροσιά.
Είναι ένας δρόμος μακρύς με χαμόσπιτα που σβήνει και μεταμορφώνεται
  κάθε δειλινό σαν πέφτει ο ήλιος.
Είναι η Νότια Αποβάθρα, απ’ όπου σαλπάρανε κάποτε ο Κρόνος και ο Κόσμος.
Είναι το πεζοδρόμιο της οδού Κιντάνα, όπου ο πατέρας μου, που ήτανε
  τυφλός, έκλαψε, επειδή είδε κάποτε τα πανάρχαια άστρα.
Είναι μια πόρτα με αριθμό, πίσω απ’ την οποία, μες στο σκοτάδι, πέρασα
  δέκα μέρες και δέκα νύχτες, ακίνητος μέρες και νύχτες που δεν είναι
  πια στη μνήμη μου ούτε μία στιγμή.
Είναι ο χάλκινος καβαλάρης που ρίχνει ολόγυρα από ψηλά τους
  ομόκεντρους κύκλους του ίσκιου του.
Είναι ο ίδιος καβαλάρης μες στη βροχή.
Είναι μια γωνιά στην οδό Περού, όπου ο ο Χούλιο Σέσαρ Δαβόμπε μάς είπε
  ότι η χειρότερη αμαρτία που μπορεί να διαπράξει άνθρωπος είναι να
  φέρει στον κόσμο ένα παιδί καταδικάζοντάς το να ζήσει τούτη τη
  φοβερή ζωή.
Είναι η Ελβίρα δε Αλβεάρ να γράφει σε υπέροχα τετράδια ένα μακρύ
  μυθιστόρημα, το οποίο στην αρχή ήταν φτιαγμένο από λέξεις και στο
  τέλος του από ασαφή ορνιθοσκαλίσματα με μουντζαλιές.
Είναι το χέρι της Νόρας να σχεδιάζει την όψη μιας φίλης που είναι και όψη
  αγγέλου.
Είναι ένα σπαθί που υπηρέτησε στους πολέμους και που τώρα πιά δεν είναι
  όπλο αλλά μάλλον ενθύμιο.
Είναι ένα ξεθωριασμένο έμβλημα ή μια φθαρμένη δαγκεροτυπία, πράγματα
  που ανήκουν πλέον στον χρόνο.
Είναι η μέρα που αφήσαμε μια γυναίκα και η μέρα που μια γυναίκα μάς άφησε.
Είναι εκείνη η αψίδα στην οδό Μπολίβαρ, απ’ όπου φαίνεται η Βιβλιοθήκη.
Είναι  η αίθουσα της Βιβλιοθήκης, όπου, γύρω στα 1957, ανακαλύψαμε τη
  γλώσσα των σκληροτράχηλων Σαξόνων, τη γλώσσα του μεγάλου
  θάρρους και της άφατης θλίψης.
Είναι η παρακείμενη αίθουσα –  αυτή όπου πέθανε ο Πωλ Γκρουσάκ.
Είναι ο τελευταίος καθρέφτης που επανέλαβε την όψη του πατέρα μου.
Είναι η μορφή του Χριστού που είδα μες στη σκόνη, θρυψαλλιασμένη από
  σφυριές, σ’ ένα από τα κλίτη του ναού της Πιετά.
Είναι ένα σπίτι ψηλό στον Νότο όπου η γυναίκα μου και εγώ μεταφράζουμε
  τον Ουίτμαν, ο μέγας αντίλαλος του οποίου μακάρι ν’ αντηχεί σε τούτη
  εδώ μέσα τη σελίδα.
Είναι ο Λουγόνες, να κοιτάζει απ’ το παραθυράκι του τρένου τις μορφές
  που χάνονται, και να συλλογίζεται ότι δεν τον κυριεύει πια η ιδέα
  του καθήκοντος να τις μεταφράσει με λέξεις για πάντα, γιατί το
  ταξίδι του αυτό θα είναι και το τελευταίο του.
Είναι, μες στη ακατοίκητη νύχτα, κάποια γωνιά στο Όνσε, όπου ο
  Μακεδόνιος Φερνάντες, που έχει πεθάνει, επιμένει να συνεχίζει
  να μου εξηγεί ότι ο θάνατος δεν είναι παρά πλάνη.
Δεν επιθυμώ να συνεχίσω· τα πράγματα αυτά είναι πολύ προσωπικά, είναι
  ό,τι είναι, όσο μεγάλο και αν είναι αυτό, και είναι επίσης το Μπουένος
  Άιρες.
Το Μπουένος Άιρες είναι ο άλλος δρόμος, που ποτέ μου δεν περπάτησα,
  είναι το μυστικό κέντρο του κάθε οικοδομικού τετραγώνου, οι τελευταίες
  μεσαυλές, είναι ό,τι κρύβουν οι προσόψεις, είναι ο εχθρός μου, αν έχω
  όντως εχθρό, είναι εκείνος που δεν γουστάρει τους στίχους μου (που ούτε
  κι εγώ πάντως τους γουστάρω), είναι εκείνο το βιβλιοπωλείο που δεν το
  πιάνει καν το μάτι σου και που μπήκαμε μέσα κάποια φορά και που τώρα
  πια το έχουμε τελείως ξεχάσει, είναι η γοητεία κάποιας μιλόνγκας
  που σιγοσφυρίζαμε παλιά και που τώρα πια καν δεν τη θυμόμαστε, κι ούτε
  μας αγγίζει καθόλου, είναι αυτό που έχει χαθεί και αυτό που θα έλθει, είναι
  το ύστατο των υστάτων, το μακρινό και ξένο, αυτό που ανήκει σε άλλους,
  είναι η γειτονιά που δεν είναι δική σου ή δική μου, είναι εκείνο που δεν
  ξέρουμε, μα το ποθούμε τόσο μα τόσο.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.





9.2.18

ΝΤΙΝΟ ΚΑΜΠΑΝΑ!




DINO CAMPANA


BUENOS AIRES

Il bastimento avanza lentamente
Nel grigio del mattino tra la nebbia
Sull'acqua gialla d'un mare fluviale
Appare la città grigia e velata.
Si entra in un porto strano. Gli emigranti
Impazzano e inferocian accalcandosi
Nell'aspra ebbrezza d'imminente lotta.
Da un gruppo d'italiani ch'è vestito
In un modo ridicolo alla moda
Bonearense si gettano arance
Ai paesani stralunati e urlanti.
Un ragazzo dal porto leggerissimo
Prole di libertà, pronto allo slancio
Li guarda colle mani nella fascia
Variopinta ed accenna ad un saluto.
Ma ringhiano feroci gli italiani.


28.6.14

ΛΕΟΠΟΛΔΟ ΛΟΥΓΟΝΕΣ: ΣΤΟ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ







LEOPOLDO LUGONES

A BUENOS AIRES

Primogénita ilustre del Plata,
En solar apertura hacia el Este.
Donde atado a tu cinta celeste
Va el gran río color de león;
Bella sangre de prósperas razas
Esclarece tu altivo linaje,
Y en la antigua doncella salvaje
Pinta en oro su noble sazón.

Arca fuerte de nuestra esperanza.
Fuste insigne de nuestro derecho.
Como el bronce leal sobre el pecho
Asegura al país tu honra fiel.
La genial Libertad, en tu cielo
Fino manto a la patria blasona,
Y eres tú quien le porta en corona
El decoro natal del laurel.

En tu frente, magnífica torre
De la estirpe, tranquila campea
corno amable paloma la idea
De ser grata a los hombres de paz...
esperanza la impulsa y, parece
Cuando así su remonte acaudalas.
Que de cielo le empluma las alas
Aquel soplo pujante y audaz.

Joya humana del mundo dichoso
Que te exalta a su bien venidero.
Como el alba anticipa al lucero
Aun dormida en su pálido tul,
Cada vez que otro día dorado
Te aproxima a la nueva ventura.
Se diría que el sol te inaugura
Sobre abismos más hondos de azul.

Certidumbre de días mejores
La igualdad de los hombres te inicia
En un vasto esplendor de justicia
Sin iglesia, sin sable y sin ley
Gajo vil de ignorancia y miseria
Todavía espinando retoña
Sobre la áspera Cruz de Borgoña
Que trozaste en los tiempos del rey.








Avenida Leopoldo Lugones

13.8.13

ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ



BUENOS AIRES EN FOTOS και εδώ

5.2.13

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΡΟΒΕΡΤΟ ΦΛΟΡΙΟ




Ο ROBERTO FLORIO ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ CARLOS DI SARLI 
BUENOS AIRES

Buenos Aires la Reina del Plata,
Buenos Aires mi tierra querida;
escuchá mi canción
que con ella va mi vida.

En mis horas de fiebre y orgía,
harto ya de placer y locura,
en ti pienso patria mía
para calmar mi amargura.

Noches porteñas, bajo tu manto
dichas y llanto muy juntos van.
Risas y besos, farra corrida,
todo se olvida con el champán.

Y a la salida de la milonga
se oye a una nena pidiendo pan,
por algo es que en el gotán
siempre solloza una pena.

Y al compás rezongón de los fuelles
un bacán a la mina la embrolla,
y el llorar del violín va
pintando el alma criolla.

Buenos Aires, cual a una querida
si estás lejos mejor hay que amarte,
y decir toda la vida
antes morir que olvidarte.



Μουσική: Manuel Jovés. 
Στίχοι: Manuel Romero. 
Τάνγκο του 1923.

ΜΠΟΡΧΕΣ: ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ




JORGE LUIS BORGES


BUENOS AIRES

Antes yo te buscaba en tus confines
que lindan con la tarde y la llanura
y en la verja que guarda una frescura
antigua de cedrones y jazmines.

En la memoria de Palermo estabas,
en su mitología de un pasado
de baraja y puñal y en el dorado
bronce de las inútiles aldabas,

con su mano y sortija. Te sentía
en los patios del Sur y en la creciente
sombra que desdibuja lentamente

su larga recta, al declinar el día.
Ahora estás en mí. Eres mi vaga
suerte, esas cosas que la muerte apaga.



BUENOS AIRES

Y la ciudad, ahora, es como un plano
de mis humillaciones y fracasos;
desde esa puerta he visto los ocasos
y ante ese mármol he aguardado en vano.

Aquí el incierto ayer y el hoy distinto
me han deparado los comunes casos
de toda suerte humana; aquí mis pasos
urden su incalculable laberinto.

Aquí la tarde cenicienta espera
el fruto que le debe la mañana;
aquí mi sombra en la no menos vana

sombra final se perderá, ligera.
No nos une el amor sino el espanto
será por eso que la quiero tanto.





BUENOS AIRES, 1899

El aljibe. En el fondo la tortuga.
Sobre el patio la vaga astronomía
del niño. La heredada platería
que se espeja en el ébano. La fuga

del tiempo, que al principio nunca pasa.
Un sable que ha servido en el desierto.
Un grave rostro militar y muerto.
El húmedo zaguán. La vieja casa.

En el patio que fue de los esclavos
la sombra de la parra se aboveda.
Silba un trasnochador por la vereda.

En la alcancía duermen los centavos.
Nada. Sólo esa pobre medianía
que buscan el olvido y la elegía.


8.11.08

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ







4.11.07

ΜΙΑ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟ "ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΙΡΕΣ"



Η Giuni Russo τραγουδάει το "Buenos Aires".