JORGE
LUIS BORGES
ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ
Τί είναι το Μπουένος Άιρες;
Είναι η Πλατεία Μαΐου, όπου επιστρέφουν,
αφού πολέμησαν σε ολόκληρη
την ήπειρο, άντρες εξαντλημένοι και
ευτυχείς.
Είναι ο λαβύρινθος των φώτων που όλο
μεγαλώνει, καθώς τον βλέπουμε, όταν
κατεβαίνει το αεροπλάνο και από κάτω
του είναι η ταράτσα, το πεζοδρόμιο,
η τελευταία μεσαυλή, τα ήσυχα
πράγματα.
Είναι ο μαντρότοιχος του νεκροταφείου
της Ρεκολέτας, όπου έστησαν και
εκτέλεσαν κάποιον από τους προγόνους
μου.
Είναι ένα μεγάλο δέντρο στην οδό Χουνίν,
που, εντελώς εν αγνοία του,
μας δίνει ίσκιο και δροσιά.
Είναι ένας δρόμος μακρύς με χαμόσπιτα που σβήνει και μεταμορφώνεται
Είναι ένας δρόμος μακρύς με χαμόσπιτα που σβήνει και μεταμορφώνεται
κάθε δειλινό σαν πέφτει ο ήλιος.
Είναι η Νότια Αποβάθρα, απ’ όπου σαλπάρανε κάποτε ο Κρόνος και ο Κόσμος.
Είναι η Νότια Αποβάθρα, απ’ όπου σαλπάρανε κάποτε ο Κρόνος και ο Κόσμος.
Είναι το πεζοδρόμιο της οδού Κιντάνα,
όπου ο πατέρας μου, που ήτανε
τυφλός, έκλαψε, επειδή είδε κάποτε τα πανάρχαια
άστρα.
Είναι μια πόρτα με αριθμό, πίσω απ’ την
οποία, μες στο σκοτάδι, πέρασα
δέκα μέρες και δέκα νύχτες, ακίνητος μέρες
και νύχτες που δεν είναι
πια στη μνήμη μου ούτε μία στιγμή.
Είναι ο χάλκινος καβαλάρης που ρίχνει
ολόγυρα από ψηλά τους
ομόκεντρους κύκλους του ίσκιου του.
Είναι ο ίδιος καβαλάρης μες στη βροχή.
Είναι ο ίδιος καβαλάρης μες στη βροχή.
Είναι μια γωνιά στην οδό Περού, όπου ο ο
Χούλιο Σέσαρ Δαβόμπε μάς είπε
ότι η χειρότερη αμαρτία που μπορεί να
διαπράξει
άνθρωπος είναι να
φέρει στον κόσμο ένα παιδί
καταδικάζοντάς το να ζήσει τούτη τη
φοβερή ζωή.
Είναι η Ελβίρα δε Αλβεάρ να γράφει σε
υπέροχα τετράδια ένα μακρύ
μυθιστόρημα, το οποίο στην αρχή ήταν
φτιαγμένο από λέξεις και στο
τέλος του από ασαφή ορνιθοσκαλίσματα
με μουντζαλιές.
Είναι το χέρι της Νόρας να σχεδιάζει την όψη μιας φίλης που είναι και όψη
Είναι το χέρι της Νόρας να σχεδιάζει την όψη μιας φίλης που είναι και όψη
αγγέλου.
Είναι ένα σπαθί που υπηρέτησε στους
πολέμους και που τώρα πιά δεν είναι
όπλο αλλά μάλλον ενθύμιο.
Είναι ένα ξεθωριασμένο έμβλημα ή μια φθαρμένη δαγκεροτυπία, πράγματα
Είναι ένα ξεθωριασμένο έμβλημα ή μια φθαρμένη δαγκεροτυπία, πράγματα
που ανήκουν πλέον στον χρόνο.
Είναι η μέρα που αφήσαμε μια γυναίκα και η μέρα που μια γυναίκα μάς άφησε.
Είναι η μέρα που αφήσαμε μια γυναίκα και η μέρα που μια γυναίκα μάς άφησε.
Είναι εκείνη η αψίδα στην οδό Μπολίβαρ,
απ’ όπου φαίνεται η Βιβλιοθήκη.
Είναι η αίθουσα της Βιβλιοθήκης, όπου, γύρω στα 1957, ανακαλύψαμε τη
Είναι η αίθουσα της Βιβλιοθήκης, όπου, γύρω στα 1957, ανακαλύψαμε τη
γλώσσα των σκληροτράχηλων Σαξόνων, τη
γλώσσα του μεγάλου
θάρρους και της άφατης θλίψης.
Είναι η παρακείμενη αίθουσα – αυτή όπου πέθανε ο Πωλ Γκρουσάκ.
Είναι η παρακείμενη αίθουσα – αυτή όπου πέθανε ο Πωλ Γκρουσάκ.
Είναι ο τελευταίος καθρέφτης που
επανέλαβε την όψη του πατέρα μου.
Είναι η μορφή του Χριστού που είδα μες στη σκόνη, θρυψαλλιασμένη από
Είναι η μορφή του Χριστού που είδα μες στη σκόνη, θρυψαλλιασμένη από
σφυριές, σ’ ένα από τα κλίτη του ναού
της Πιετά.
Είναι ένα σπίτι ψηλό στον Νότο όπου η γυναίκα μου και εγώ μεταφράζουμε
Είναι ένα σπίτι ψηλό στον Νότο όπου η γυναίκα μου και εγώ μεταφράζουμε
τον Ουίτμαν, ο μέγας αντίλαλος του
οποίου μακάρι ν’ αντηχεί σε τούτη
εδώ μέσα τη σελίδα.
Είναι ο Λουγόνες, να κοιτάζει απ’ το
παραθυράκι του τρένου τις μορφές
που χάνονται, και να συλλογίζεται ότι
δεν τον κυριεύει πια η ιδέα
του καθήκοντος να τις μεταφράσει με
λέξεις για πάντα, γιατί το
ταξίδι του αυτό θα είναι και το
τελευταίο του.
Είναι, μες στη ακατοίκητη νύχτα, κάποια
γωνιά στο Όνσε, όπου ο
Μακεδόνιος Φερνάντες, που έχει πεθάνει,
επιμένει να συνεχίζει
να μου εξηγεί ότι ο θάνατος δεν είναι παρά
πλάνη.
Δεν επιθυμώ να συνεχίσω· τα πράγματα αυτά είναι πολύ προσωπικά, είναι
Δεν επιθυμώ να συνεχίσω· τα πράγματα αυτά είναι πολύ προσωπικά, είναι
ό,τι είναι, όσο μεγάλο και αν είναι
αυτό, και είναι επίσης το Μπουένος
Άιρες.
Το Μπουένος Άιρες είναι ο άλλος δρόμος,
που ποτέ μου δεν περπάτησα,
είναι το μυστικό κέντρο του κάθε
οικοδομικού τετραγώνου, οι τελευταίες
μεσαυλές, είναι ό,τι κρύβουν οι
προσόψεις, είναι ο εχθρός μου, αν έχω
όντως εχθρό, είναι εκείνος που δεν γουστάρει
τους στίχους μου (που ούτε
κι εγώ πάντως τους γουστάρω), είναι εκείνο
το βιβλιοπωλείο που δεν το
πιάνει καν το μάτι σου και που μπήκαμε
μέσα κάποια φορά και που τώρα
πια το έχουμε τελείως ξεχάσει, είναι η
γοητεία κάποιας μιλόνγκας
που σιγοσφυρίζαμε παλιά και που τώρα
πια καν δεν τη θυμόμαστε, κι ούτε
μας αγγίζει καθόλου, είναι αυτό που
έχει χαθεί και αυτό που θα έλθει, είναι
το ύστατο των υστάτων, το μακρινό και
ξένο, αυτό που ανήκει σε άλλους,
είναι η γειτονιά που δεν είναι δική
σου ή δική μου, είναι εκείνο που δεν
ξέρουμε, μα το ποθούμε τόσο μα τόσο.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.